- λάστιχο
- 1) boyau2) caoutchouc
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λάστιχο — Βλ. λ. ελαστικό· κόμμεα ή γόμες. * * * το 1. το ελαστικό κόμμι σε οποιαδήποτε κατάσταση 2. το από καουτσούκ περίζωμα ή επίσωτρο τροχών και ιδίως τών αυτοκινήτων, αλλ. ελαστικό 3. διχάλα με ταινία από ελαστικό με την οποία εκσφενδονίζονται λίθοι 4 … Dictionary of Greek
λάστιχο — το (λ. ιταλ.) 1. το ελαστικό κόμμι, το καουτσούκ. 2. ταινία υφάσματος με νήματα καουτσούκ: Το λάστιχο της φούστας είναι σκληρό. 3. οι τροχοί των αυτοκινήτων, ποδηλάτων κτλ.: Τα λάστιχα του αυτοκινήτου είχαν φθαρεί. 4. σφεντόνα με την οποία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαστιχένιος — α, ο [λάστιχο] 1. κατασκευασμένος από λάστιχο 2. ευλύγιστος σαν λάστιχο («λαστιχένια μέση») … Dictionary of Greek
ελαστικό — το 1. το ελαστικό κόμμι, καουτσούκ, λάστιχο. 2. (ορυκτ.), ορυκτό ή απολιθωμένο καουτσούκ. 3. το λαστιχένιο μέρος του τροχού αυτοκινήτων, τρακτέρ, ποδηλάτων, αεροπλάνων κτλ., το λάστιχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαστιχένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από λάστιχο. 2. ευλύγιστος, εύκαμπτος σαν λάστιχο: Ο ακροβάτης είχε λαστιχένιο κορμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Giannis Skarimpas — Giannis Skarimpas, Giannis Skarimbas or Yiannis Skarimbas (Γιάννης Σκαρίμπας) (September 28, 1893 in Agia Efthymia near Amfissa January 21, 1984) was a Greek writer, dramatist, and poet.BiographyHe was born in Agia Efthymia in the Parnassida area … Wikipedia
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
γομολάστιχα — η κομμάτι από ελαστικό κόμμι με το οποίο σβήνουν τα γραμμένα με μολύβι ή μελάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόμα + λάστιχο] … Dictionary of Greek